- ανθρωπόγλωσσος
- ἀνθρωπόγλωσσος, -ον (Α)(για τον παπαγάλο) αυτός που μιλά σαν άνθρωπος, που έχει ανθρώπινη λαλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρωπόγλωττον — ἀνθρωπόγλωσσον , ἀνθρωπόγλωσσος speaking man s language masc/fem acc sg ἀνθρωπόγλωσσον , ἀνθρωπόγλωσσος speaking man s language neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek